- θρασεῖς
- θράζωfut ind act 2nd sg (doric)θρασύςboldmasc nom pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θράσεις — θράσις fem nom/voc pl (attic epic) θράσις fem nom/acc pl (attic) θράζω aor subj act 2nd sg (epic) θράζω fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
боуѥсть — БОУѤСТ|Ь (43), И с. 1.Удаль, отвага, неустрашимость: имь же чтетсѩ [жертвенной кровью] б҃гыни. и си же д҃ва. ти же бо и. малакию чтоша. и буесть почтоша. (ϑρασύτητα) ГБ XIV, 16а; аще лучитсѩ и дв҃цамъ послужити арѳемидѣ. нагы не закрывающе… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
напраснѣ — (2*) нар. 1. Дерзко, нагло: кто ли в повѣстехъ радостенъ. ни напраснѣ запрѣща˫а. ни слабостнѣ. праща˫а. (μὴτε ϑρασεῖς ἐπιτιμήσαι) ГБ XIV, 170в. 2. Всецело (?): аще бы было погибнути казнью. не ѹгодивше чл҃вк(о)мъ. то не бы ли ѹне б҃у изволити… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… … Dictionary of Greek
τράγος — Μικρό νησί στον Ευβοϊκό κόλπο, στη συστάδα των Πεταλιών. Στο νησί λειτουργεί αυτόματος φάρος. * * * ο, ΝΜΑ 1. αρσενική αίγα 2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο τού έξω ακουστικού πόρου νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
Θερσίτης — ο 1. αρχαίο κύριο όνομα. 2. (ως προσηγορικό όν.), παρατσούκλι αντρών που είναι άσχημοι, δειλοί και θρασείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)